Στο λαμπερό και παράλληλα δύσκολο σύμπαν της επαγγελματικής πυγμαχίας κάποια ονόματα έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους. Μοχάμεντ Άλι και Μάικ Τάισον αναμφισβήτητα καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο υστεροφημίας και δικαίως αφού υπήρξαν αθλητές τεραστίου διαμετρήματος. Υπάρχει όμως κι ένα όνομα που μάλλον δεν έχει γίνει όσο γνωστό όσο θα έπρεπε.
Ο Ρόκι Μαρτσιάνο μπορεί να μην συγκαταλέγεται στους κορυφαίους μποξέρ όλων των εποχών από άποψη τεχνικής ή δύναμης ή ταχύτητας. Όμως είχε απίστευτο πάθος για επιτυχία, ασύλληπτη αντοχή κι ένα σαγόνι «από γρανίτη». Να τελειώνει κάποιος τη καριέρα του άλλωστε ως τρέχων πρωταθλητής και αήττητος δεν είναι και κάτι εύκολο. Για να είμαστε πιο ακριβείς είναι σχεδόν αδύνατο...για όλους τους υπόλοιπους, αφού ο Ρόκι είναι ο μοναδικός που το έχει καταφέρει.
Το Σεπτέμβρη του 1923 στο Μπρόκτον της Μασαχουσέτης ήρθε στη ζωή ο Ρόκο Φράνσις Μαρκετζιάνο γιος της Πασκουαλένα και του Πιερίνο Ιταλού μετανάστη που δούλευε σε εργοστάσιο παραγωγής υποδημάτων. Όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του και της τάξης του, που μεγάλωναν σε συνθήκες φτώχιας, είχε όνειρο να ασχοληθεί με το μπέισμπολ ή το αμερικάνικο ποδόσφαιρο για να ζήσει μια καλύτερη ζωή.
Το μποξ δεν το είχε σκεφτεί ποτέ μέχρι που όταν κατετάγη στο στρατό κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είπε να δοκιμάσει για να αποφύγει τα...μαγειρεία. Το πλούσιο ταλέντο του αμέσως φάνηκε. Με το τέλος του πολέμου και μια αποτυχημένη προσπάθεια να ασχοληθεί επαγγελματικά με το μπέισμπολ από το 1949 αφιερώθηκε αποκλειστικά στην πυγμαχία.
16 συνεχόμενες νίκες όλες με νοκ άουτ ήταν τα πρώτα αποτελέσματα και η πορεία προς τη κορυφή, που έμελλε να μη διακοπεί ποτέ, είχε ξεκινήσει.
Κι όμως στην αρχή κανείς δεν πίστευε πως ο μόλις 95 κιλών Αμερικανοιταλός θα τα κατάφερνε στη κατηγορία των βαρέων βαρών. Ο Γκούντι Πετρονέλι διάσημος προπονητής εκείνης της εποχής είχε δηλώσει: «Δεν πίστευα ότι μπορούσε να κάνει καριέρα. Ήταν υπερβολικά μεγάλος(25 χρονών), υπερβολικά κοντός, υπερβολικά ελαφρύς και υστερούσε σχεδόν με κάθε αντίπαλο αναφορικά με την απόσταση που θα μπορούσε να απειλήσει. Σκληρός ναι αλλά χωρίς φυσική κατάσταση».
Το 1951 υπό την προπονητική ηγεσία του Τσάρλι Γκόλτμαν ο Ρόκι με 37 νίκες(οι 32 με νοκ άουτ) στέκεται μπροστά στη μεγαλύτερη πρόκληση της μέχρι εκείνης της στιγμής καριέρας του. Απέναντί του ένας θρύλος του αθλήματος. Ο επί 12 συναπτά έτη(1937-49) πρωταθλητής βαρέων βαρών «μπράουν μπόμπερ» Τζο Λούις(του οποίου η διπλή μάχη με το Γερμανό πρωταθλητή Μαξ Σμέλινγκ τη προπροηγούμενη δεκαετία είχε τραβήξει το παγκόσμιο ενδιαφέρον λόγω του αγώνα προπαγάνδας που την είχε συνοδεύσει, αλλά με αυτή θα ασχοληθούμε στο μέλλον).
Τα χρόνια όμως είχαν περάσει για το Λούις που έπεσε με νοκ άουτ στον όγδοο γύρο από τον ασταμάτητο Μαρτσιάνο. Τα συναισθήματα για τον θριαμβευτή ανάμικτα καθώς τη μεγάλη νίκη επισκίασε το κλάμα για την ήττα του ινδάλματός του.
Ήταν όμως αυτή η νίκη που τον καθιέρωσε στα μεγάλα ονόματα και που σύντομα του έδωσε μια ευκαιρία για τίτλο.
Το ημερολόγιο έγραφε 23 Σεπτεμβρίου του 1952 όταν ο Ρόκι αντιμετώπισε τον τότε πρωταθλητή Τζέρσι Τζο Γουόλκοτ. Ο πρωταθλητής πιο έμπειρος και τεχνικά ανώτερος μόλις στον πρώτο γύρο έριξε στο καναβάτσο τον επίδοξο διεκδικητή. Στη συνέχεια του αγώνα εμφανώς καλύτερος φαινόταν πως θα κατακτούσε μια εύκολη νίκη στα σημεία. Όμως στο δέκατο τρίτο γύρο ένα απίστευτο δεξί κροσέ(το επονομαζόμενο «Σούζι Κιου») του Μαρτσιάνο έριξε αναίσθητο το Τζέρσι Τζο. Αυτό ήταν, ένα από τα πιο διάσημα νοκάουτ της ιστορίας είχε καταγραφεί, κι ο τίτλος είχε αλλάξει κάτοχο. Στο απώτερο μέλλον θα ξανάλλαζε μόνο όταν ο ίδιος ο Μαρτσιάνο θα αποφάσιζε.
Ακολούθησαν 6 επιτυχημένες υπερασπίσεις του τίτλου, κάποιες από αυτές εύκολες και κάποιες άλλες πολύ δύσκολες(π.χ. κόντρα στον Έτζαρντ Τσαρλς το 1954 που ο Ρόκι αιμόφυρτος και με σπασμένη μύτη από τον έκτο γύρο πέτυχε ένα θεαματικό νοκ άουτ στον όγδοο και κράτησε το τίτλο).
Ο επίλογος μιας σπουδαίας καριέρας γράφτηκε το Σεπτέμβρη του 1955 κόντρα στον Άρτσι Μουρ. Ο Μουρ έριξε κάτω το Μαρτσιάνο στην αρχή του αγώνα(μόλις για δεύτερη φορά στη καριέρα του) αλλά ο πρωταθλητής δεν είχε σκοπό να τα παρατήσει έτσι εύκολα. Σηκώθηκε και στον ένατο γύρο πέτυχε το τελευταίο νοκ άουτ της καριέρας του.
Μερικούς μήνες αργότερα ανακοινώνει την απόφαση του να αποσυρθεί από τα ρινγκ στην ηλικία των 31. Πρωταθλητής, αήττητος, και με τον «ιλιγγιώδη» αριθμό των 43 νοκ άουτ σε 49 αγώνες κλείνει την αυλαία μιας ονειρώδους καριέρας αφήνοντας πίσω κάτι που πάρα πολύ δύσκολα θα ξεπεραστεί.
Τα επόμενα χρόνια κυλάνε με δημόσιες εμφανίσεις σε διάφορες εκδηλώσεις και μια ήσυχη οικογενειακή ζωή. Όμως η μοίρα είχε πλέξει τελείως διαφορετικά το γεμάτο κόμπους υφαντό του πεπρωμένου.
31 Αυγούστου του 1969 κι ένα μονοκινητήριο αεροπλάνο Τσέσνα αναχωρεί από το Σικάγο. Σε αυτό βρίσκονται 3 άτομα, ο νεαρός πιλότος Γκλεν Μπελτζ, ο 22χρονος Φράνκι Φαρέλ και ο Ρόκι Μαρτσιάνο. Προορισμός τους το Ντες Μουάνς της Αϊόβα όπου ο Ρόκι θα έδινε μια ομιλία. Τραγική ειρωνία το ότι ο «Μπρόκτον Μπλοκμπάστερ»(το προσωνύμιο του Μαρτσιάνο στο ρινγκ) επέμεινε να ταξιδέψουν βράδυ για να βρίσκεται την επόμενη μέρα σπίτι του και να γιορτάσει τα τεσσαρακοστά έκτα γενέθλιά του με τη σύζυγό του και τα δυο παιδιά τους. Οι φίλοι του που τον περίμεναν στην ομιλία του είχαν οργανώσει μάλιστα κι ένα πάρτι έκπληξη που όμως δεν επρόκειτο ποτέ να γίνει. Μια ξαφνική καταιγίδα υποχρέωσε το μικρό αεροσκάφος σε συντριβή κοντά στο προορισμό του. Επιβάτες και πιλότος βρήκαν τραγικό θάνατο. Επίσημη δικαιολογία ήταν η απειρία του τελευταίου σε δύσκολες συνθήκες πτήσης.
Μέσα στη χρονιά που διανύουμε είχε προγραμματιστεί η κατασκευή ενός μπρούτζινου αγάλματος του αήττητου πρωταθλητή στη γενέτειρά του στο Μπρόκτον. Η πυγμαχική ομοσπονδία-συμβούλιο που θα το χρηματοδοτούσε ανέστειλε τις εργασίες επικαλούμενη οικονομικά προβλήματα αν και στο φως της δημοσιότητας ήρθαν κάποιες φήμες για απειλητικά μηνύματα από συμφέροντα που θέλουν το άγαλμα να κατασκευαστεί στο Σικάγο. Για μια φορά ακόμα οι σκιές που πάντα γυροφέρνουν το χώρο του μποξ εμφανίζονται...
Το 1970 στα πλαίσια μιας σειράς αγώνων φαντασίας ο Μαρτσιάνο «ανέβηκε» στο ρινγκ με τον Μοχάμεντ Άλι. Η όλη ιδέα είχε να κάνει με το τι θα γινόταν αν δύο μποξέρ διαφορετικής εποχής έρχονταν αντιμέτωποι τη στιγμή που βρισκόταν στο ζενίθ της κατάστασής τους. Φιλμογραφώντας τον καθένα ξεχωριστά και με τη χρήση κομπιούτερ που υπολόγιζε τις πιθανότητες αλλά και με τη γνώμη των πιο έγκριτων ειδικών το αποτέλεσμα που βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες ήταν μια νίκη του Ρόκι στο δέκατο τρίτο γύρο με νοκ άουτ. Ο ίδιος δεν ήταν εκεί για να το δει καθώς είχε ανεβεί στο μοιραίο αεροπλάνο τη προηγούμενη χρονιά τρεις βδομάδες μετά το τέλος των γυρισμάτων.
Το ότι το όνομα του Μαρτσιάνο δεν είναι τόσο γνωστό όσο άλλα δεν σημαίνει πως το απαράμιλλο πείσμα του έχει ξεχαστεί. Ο κινηματογραφικός χαρακτήρας του Ρόκι Μπαλμπόα που ενσάρκωσε ο Σιλβέστερ Σταλόνε είναι σαφέστατα εμπνευσμένος από τον τρομερό πυγμάχο. Τα κοινά στοιχεία αρκετά(όνομα, ιταλική καταγωγή, έλλειψη σωματικών χαρισμάτων που αντισταθμίζεται από το πάθος) και ειδικότερα στην πρώτη και αριστουργηματική ταινία πριν η Χολιγουντιανή «κατάρα» των σίκουελ καταστρέψει ό,τι ωραίο είχε δημιουργηθεί.
Άλλωστε ένας από τους πιο διάσημους δημοσιογράφους του αθλήματος όταν είχε ερωτηθεί εάν ο Μαρτσιάνο ήταν ο κορυφαίος μποξέρ όλων των εποχών είπε πως δεν μπορούσε να απαντήσει με σιγουριά. Συνέχισε όμως λέγοντας πως αν έβαζε κανείς τους καλύτερους πυγμάχους στο ίδιο δωμάτιο, ο ένας και μοναδικός που θα κατάφερνε να βγει θα ήταν δίχως αμφιβολία ο Μαρτσιάνο
www.aek365.gr