(ΠΗΓΗ: www.sofokleous10.gr)
ΠΩΣ ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ Δ ΡΑΙΧ ΠΝΙΓΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!
Το γερμανικό σχέδιο οικονομικής ηγεμονίας στην Ευρώπη, με στόχο τη δημιουργία ενός Τέταρτου Ράιχ με οικονομικά μέσα, βρίσκεται πίσω από την ασφυκτική πίεση στην Ελλάδα, ενώ και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνειδητοποιούν τώρα, ότι αργά ή γρήγορα θα γίνουν οι επόμενοι στόχοι αυτής της γερμανικής προέλασης.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, η γερμανική πολιτική και επιχειρηματική ηγεσία έχει θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο, που τείνει να μετατρέψει τα επόμενα χρόνια όλες τις χώρες της Ευρωζώνης σε
φτηνές βάσεις παραγωγής της Γερμανίας:
φτηνές βάσεις παραγωγής της Γερμανίας:
- Το 1995, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Γερμανία έφθασε στο ιστορικό αποκορύφωμά του και έκτοτε πάγωσε, με συνεχείς μεταρρυθμίσεις που συμπιέζουν τα εισοδήματα των εργαζομένων, με «αντάλλαγμα» τη διατήρηση θέσεων εργασίας. Παράλληλα, συμπιέζεται και η ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, που θα μπορούσαν να εξάγουν οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης στην Γερμανία.
- Το αποτέλεσμα της φρενήρους κούρσας της Γερμανίας προς όλο και μεγαλύτερη μείωση του εργατικού κόστους είναι δραματικό, ιδιαίτερα για τις χώρες του Νότου, αλλά τελευταία και για την Γαλλία: το κόστος εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 17% από το ’95, της Ισπανίας κατά 30% και της Ιταλίας κατά 75%. Τα διεθνή μερίδια αγοράς των χωρών του νότου συρρικνώνονται, ενώ το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας έχει ξεπεράσει τα 120 δις. ευρώ και είναι πλέον υπερδιπλάσιο από το πλεόνασμα της Γαλλίας (49 δις. ευρώ).
- Η δημιουργία της νομισματικής ένωσης έδωσε ακόμη μεγαλύτερα πλεονεκτήματα στην Γερμανία, διευρύνοντας τις ανισορροπίες: οι χώρες που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τη γερμανική κούρσα ανταγωνιστικότητας έχουν χάσει τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις των νομισμάτων τους, ενώ τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια που έχει διατηρήσει η ΕΚΤ εδώ και δέκα χρόνια εξυπηρετούσαν μεν τη γερμανική οικονομία, που είχε χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης, αλλά συνέβαλαν στη μεγάλη αύξηση των ιδιωτικών και δημόσιων χρεών στις χώρες του Νότου, όπως και στην αύξηση των ελλειμμάτων των ισοζυγίων πληρωμών.
- Η παγκόσμια κρίση επέτεινε το πρόβλημα, καθώς οι χώρες του Νότου βρέθηκαν αντιμέτωπες με το πάγωμα της ανάπτυξης και με νέα χρέη, για να στηρίξουν τις οικονομίες στη διεθνή ύφεση, η Γερμανία πάτησε ακόμη περισσότερο το «γκάζι» των εξαγωγών, για να τις χρησιμοποιήσει ως μηχανισμό εξόδου από την κρίση και παράλληλα συγκράτησε ακόμη περισσότερο το εργατικό κόστος, βυθίζοντας ακόμη χαμηλότερα τη ζήτηση στην αγορά της.
Καθώς οι χώρες του Νότου, με πρώτη την Ελλάδα, γονατίζουν από το βάρος των χρεών και της οικονομικής καχεξίας, η Γερμανία περνά στο επόμενο και πιο επικίνδυνο στάδιο της πολιτικής της, που έχει θορυβήσει ακόμη και την Γαλλία, ιστορικό εταίρο των Γερμανών στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, μετά το μακελειό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι Γερμανοί, αρχής γενομένης από την Ελλάδα, προτείνουν σε όσες χώρες «γονατίζουν», αντιμετωπίζοντας τεράστια ανοίγματα στο ισοζύγιο πληρωμών, που είναι το πραγματικά σοβαρό πρόβλημα, πέρα από τα δημοσιονομικά ελλείμματα, μια συνταγή που δεν έχει ακολουθηθεί καν από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: εισηγούνται αιματηρά μέτρα σταθεροποίησης, χωρίς καν να παρέχεται στα κράτη η χρηματοδοτική στήριξη που συνοδεύει πάντα ακόμη και τα σκληρότερα προγράμματα του ΔΝΤ.
Πρόγραμμα ΔΝΤ, χωρίς λεφτά ΔΝΤ
«Η Ελλάδα εφαρμόζει πρόγραμμα του ΔΝΤ, χωρίς τα λεφτά του ΔΝΤ», επισήμανε χθες χαρακτηριστικά ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ο διεθνούς φήμης καθηγητής Ζαν Πισανί-Φερί, συμφωνώντας απόλυτα με την τοποθέτηση, νωρίτερα, του Γιώργου Παπανδρέου στην ίδια συζήτηση. «Η Ευρώπη πρέπει να θέσει σε εφαρμογή ένα σύστημα υπό όρων παροχής βοήθειας», τόνισε ο καθηγητής, αλλά την ίδια ώρα η γερμανική πλευρά επέμενε σε μια «κλειστή» ερμηνεία της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, λέγοντας συνεχώς «όχι» στην υποστήριξη της Ελλάδας.
Εφαρμογή «αιματηρών» μέτρων λιτότητας (η BNP έχει τονίσει ότι η Ελλάδα εφαρμόζει το αυστηρότερο πρόγραμμα που έχει τεθεί σε εφαρμογή από το 1978!) χωρίς χρηματοδοτική υποστήριξη οδηγεί σε κάθετη υποχώρηση εισοδημάτων και βαριά υποτίμηση του βιοτικού επιπέδου μιας χώρας. Η γερμανική ηγεσία, όμως, δεν φαίνεται να θορυβείται από την προοπτική αυτή, ούτε και να ανησυχεί από τον κίνδυνο πτώχευσης μιας ή περισσότερων χωρών. Στην πιο ακραία εκδοχή της γερμανικής πολιτικής, που πλέον υιοθετείται και δημόσια από την Μέρκελ ή τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όποιος δεν μπορεί να μείνει στο ευρώ, μπορεί και να φύγει!
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι θα εκπληρωθεί ο επόμενος στόχος του γερμανικού σχεδίου: χώρες με τρομακτικά οικονομικά προβλήματα, που θα είναι υποχρεωμένες να υποστούν βαθιά ύφεση και συμπίεση εισοδημάτων, θα είναι έτοιμες να ενδώσουν στις επεκτατικές διαθέσεις των γερμανικών πολυεθνικών.
Το οικονομικό Δ’ Ράιχ ευελπιστεί, ότι για πρώτη φορά από την έναρξη της ευρωπαϊκής διαδικασίας ενοποίησης, θα σπάσουν οι εθνικές γραμμές αντίστασης στις εξαγοράς στρατηγικών επιχειρήσεων από ξένες εταιρείες και, αργά ή γρήγορα, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ασθενέστερων χωρών θα περάσουν με ελάχιστο κόστος στα χέρια γερμανικών, ώστε να επεκτείνουν θεαματικά τις βάσεις παραγωγής τους και να συνεχίσουν με νέα μέσα και δυνατότητες την κούρσα ανταγωνιστικότητας, για την κατάκτηση μιας παγκοσμίως πρωταγωνιστικής θέσεις, δίπλα στις εξαγωγικές υπερδυνάμεις της Ασίας, νέες και αναδυόμενες.
Άλλωστε, αυτή την επέκταση παραγωγικής βάσης προώθησαν με επιτυχία οι Γερμανοί στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και σε αυτή την επέκταση στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό το διεθνές ανταγωνιστικό θαύμα των τελευταίων ετών από τις γερμανικές πολυεθνικές. Σήμερα, όπως ιστορικές βιομηχανίες, σαν την τσεχική Skoda, βρέθηκαν στον έλεγχο γερμανικών πολυεθνικών με ψίχουλα, οι Γερμανοί ελπίζουν ότι κάτι ανάλογο θα επαναληφθεί και σε πολλές χώρες της Ευρωζώνης, όσο αυτές θα βρίσκονται σε όλο και μεγαλύτερη οικονομική αδυναμία.
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που συμβαίνει με τον ΟΤΕ: την ώρα που η Ελλάδα βρίσκεται με το πιστόλι στον κρόταφο και αντιμετωπίζει τον κίνδυνο χρεοκοπίας, οι Γερμανοί της Deutsche Telekom έχουν ζητήσει επισήμως την άδεια από το υπουργείο Οικονομικών, για να αγοράσουν για ένα κομμάτι ψωμί μετοχές του Οργανισμού από το Χρηματιστήριο και να αποκτήσουν την πλειοψηφία και τον πλήρη έλεγχο. Προς το παρόν η κυβέρνηση αρνείται την… ευγενική προσφορά, αλλά ουδείς γνωρίζει πόσο ακόμη θα αντέξει την πίεση.
Αν η Ελλάδα πέσει σε ακόμη βαθύτερη ύφεση, πτωχεύσει ή εκδώσει δραχμές με τριτοκοσμικές ισοτιμίες με το ευρώ, ίσως το κακόγουστο αστείο γερμανικών media («πουλήστε την Κέρκυρα ή την Ακρόπολη για να σωθείτε») να πάψει να είναι τόσο αστείο: μετρημένες στα δάχτυλα γερμανικές πολυεθνικές και εύποροι Γερμανοί θα μπορούν να αγοράσουν για ένα κομμάτι ψωμί από στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις, μέχρι τα καλύτερα «φιλέτα» του ελληνικού real estate.
Το ξύπνημα της Γαλλίας
Για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, η απειλή αρχίζει να γίνεται πλέον ορατή. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρώπης, υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, η Κριστίν Λαγκάρντ, καταφέρθηκε ευθέως αυτή την εβδομάδα κατά της γερμανικής πολιτικής, από τις στήλες μάλιστα της βρετανικής «ναυαρχίδας» του οικονομικού Τύπου, των Financial Times. Η Λαγκάρντ καυτηρίασε τη συνεχή μείωση του εργατικού κόστους στη Γερμανία, για να ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα, καθώς διαπιστώνει ότι οι γαλλικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να πουλήσουν αγαθά στο βασικό εμπορικό εταίρο της Γαλλίας.
Οι Γάλλοι διαπιστώνουν με έκπληξη, ότι ο ιστορικός συμβιβασμός των αρχών της δεκαετίας του ’90, όταν η Γερμανία δέχθηκε να θυσιάσει το πολύτιμο μάρκο της στο βωμό της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αρχίζει να χάνει την αξία του, όσο το Βερολίνο εφαρμόζει μια ακραία επιθετική πολιτική στο εμπορικό και οικονομικό πεδίο, θυσιάζοντας αυτή τη φορά όχι τις ζωές στρατιωτών, αλλά τα εισοδήματα πολιτών. Η Γερμανία, όπως διαπιστώνει το Παρίσι, δεν ακολουθεί πλέον πολιτικές σύγκλισης και ενίσχυσης των θεσμών οικονομικής συνεργασίας, αλλά στρατηγικές που επιτρέπουν όλο και μεγαλύτερες αποκλίσεις, ανάμεσα στους ισχυρούς και τους ασθενέστερους οικονομικά στην Ευρωζώνη.
Οι Γάλλοι βλέπουν με αγωνία το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας να αυξάνεται με ρυθμούς που οι ίδιοι είναι αδύνατο να παρακολουθήσουν, χωρίς να θυσιάζουν εργατικές κατακτήσεις δεκαετιών και το βιοτικό επίπεδο που σήμερα απολαμβάνουν και δεν είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν τη γερμανική προέλαση.
Από μια άλλη οπτική γωνία, επίσης, το master plan των πολιτικών της Δεξιάς και των συμμάχων τους στη γερμανική βιομηχανία αρχίζει να ενοχλεί τους τραπεζίτες στην ίδια τη Γερμανία: η ΕΚΤ διαφωνεί με την προτροπή στην Ελλάδα να απευθυνθεί στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, γιατί αντιλαμβάνεται, ότι η Ουάσιγκτον θα βάλει με αυτό τον τρόπο «πόδι» στην επικράτειά της, ενώ ο Γιόζεφ Άκερμαν της Deutsche Bank προειδοποίησε χθες την Μέρκελ, ότι αν η Ελλάδα δεν στηριχθεί, θα έχουν πολλά να χάσουν οι γερμανικές και οι άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, ως έμπειρος στη διεθνή διπλωματία, έχει διαγνώσει την τάση απομόνωσης που έχει δημιουργήσει στην Ευρώπη η στρατηγική και οι τακτικές της γερμανικής ηγεσίας και επιδιώκει να το εκμεταλλευθεί στο έπακρο. Έχοντας κερδίσει την υποστήριξη της Κομισιόν, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Γαλλίας και των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αλλά και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο αίτημα της Ελλάδας να παρουσιασθεί επιτέλους δημόσια ο μηχανισμός στήριξης της χώρας που θα ενεργοποιηθεί αν χρειασθεί, ο κ. Παπανδρέου σχεδιάζει να ολοκληρώσει τη διπλωματική του εκστρατεία στη Σύνοδο Κορυφής του Βερολίνου, στις 25 Μαρτίου.
Το μήνυμά του προς τους ηγέτες θα είναι απλό: «αν δεν μας στηρίξετε, προσφεύγουμε άμεσα στο ΔΝΤ». Οι περισσότεροι ηγέτες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν ήδη υποστηρίξει το αίτημα της Ελλάδας και πλέον θα κληθεί η γερμανική ηγεσία να δώσει την οριστική της απάντηση, αντιμετωπίζοντας πιθανότατα συνθήκες πολιτικής απομόνωσης πρωτοφανείς στο χρονικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πολιτικοί παρατηρητές τονίζουν, ότι δεν θα είναι εύκολο για την κυβέρνηση Μέρκελ να πει ένα «όχι» που ουσιαστικά θα κλονίζει τα θεμέλια της μεταπολεμικής συνεργασίας στην Ευρώπη, που έχει προσφέρει 70 χρόνια ειρηνικής συνύπαρξης των ευρωπαϊκών λαών. Αν οι Γερμανοί υποχρεώσουν τους εταίρους τους να αμυνθούν απέναντι σε μια νέα γερμανική προέλαση, έστω ειρηνική αυτή τη φορά, το Βερολίνο θα έχει πολλά να χάσει: η ιστορία έχει αποδείξει, ότι η γερμανική ισχύς μπορεί να φαίνεται ανυπέρβλητη, αλλά αργά ή γρήγορα δημιουργεί τόσο ισχυρές αντισυσπειρώσεις, που οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα στην ήττα.
Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΛΥΣΗ
Προφανώς και χρειαζόμαστε τη βοήθεια της Ενωμένης Ευρώπης για να ξεφύγουμε από την «στενωπό» που έχει περιέλθει η χώρα μας – σε καμία περίπτωση όμως την οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας, η οποία απλά θα διαιώνιζε τα «δομικά» της προβλήματα.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενες αναλύσεις μας, υπάρχουν αρκετές δυνατότητες για να αποφύγει ένα κράτος την οριστική του χρεοκοπία (μεταξύ άλλων: Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ: Η ανάγκη περιστολής των κρατικών δαπανών, η «συγκράτηση» των αμοιβών, η εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου, η κερδοφορία των εθνικών επιχειρήσεων, ο περιορισμός των δημοσίων επενδύσεων και οι απαιτήσεις μας από την ΕΕ 30/1/2010). Εάν όμως δεν υπάρξει, από αρκετό χρονικό διάστημα πριν το «μοιραίο», η ανάλογη σοβαρότητα, καθώς επίσης η απόλυτη «συναίνεση» όλων των εργαζομένων, των συνδικάτων, των επιχειρήσεων και των πολιτικών κομμάτων του, αποφεύγοντας τις «άκαιρες» επαναστατικές κινητοποιήσεις και τις «κοστοβόρες» απεργίες, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί θετικό αποτέλεσμα.
Περαιτέρω, είχαμε αναφέρει σε μία επόμενη ανάλυση μας (Δημόσιο Χρέος: Μήπως θα πρέπει κάποτε να μας εξοφλήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση τις υποχρεώσεις της, επιτρέποντας μας να εξοφλήσουμε σωστά τις δικές μας; 23/4/2009), ότι:
“Είναι αδύνατον να εξέλθουμε από τα προβλήματα της οικονομίας μας, ακόμη και αν δεν υπήρχε η παγκόσμια οικονομική κρίση, εάν είχαμε την καλύτερη κυβέρνηση του κόσμου, τον ικανότερο λαό, εάν κατορθώναμε να μειώσουμε την όποια φοροδιαφυγή, να περιορίσουμε τη σπατάλη του Δημοσίου κοκ. Επομένως, όχι μόνο είναι αδύνατο να αποπληρώσουμε τα χρέη μας ή να μειώσουμε το έλλειμμά μας, αλλά ούτε καν να σταματήσουμε τη συνεχή αύξηση τους - τουλάχιστον μέχρι το σημείο που δεν θα μπορούμε πια να τα πληρώσουμε, μην κατορθώνοντας κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον να εξασφαλίσουμε τον περαιτέρω δανεισμό μας.
Τι θα έπρεπε να κάνουμε λοιπόν, εάν δεν θέλαμε να αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη τους, να υποδουλωθούμε ή να χρεοκοπήσουμε ανεπιστρεπτί; Πως θα έπρεπε να ενεργήσουμε, για να αμβλύνουμε κάπως τις παρενέργειες του χρέους, να βρούμε το χρόνο για να επιλύσουμε σωστά τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας μας και να μην υποκύψουμε στο μοιραίο;
Ο J. M. Keynes, κατά τη διάρκεια της διεθνούς συνόδου των Βερσαλλιών το 1919, με αντικείμενο τον τρόπο που θα έπρεπε να συμπεριφερθούν οι νικήτριες δυνάμεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου απέναντι στην ηττηθείσα Γερμανία (η Ελλάδα σήμερα έχει επίσης ηττηθεί - έχει χάσει δηλαδή «κατά κράτος» τη μάχη της ανταγωνιστικότητας, όπως πολλές άλλες «δυτικές» χώρες), είπε τα εξής:
«Απαιτήθηκαν 160 δις γερμανικά μάρκα για αποζημιώσεις πολέμου. Η δυνατότητα της Γερμανίας να πληρώσει 160 δις ή, έστω, 100 δις, είναι ανύπαρκτη - δεν βρίσκεται δηλαδή εντός των πλαισίων του εφικτού, με βάση έναν λογικό υπολογισμό. Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δις Μάρκα για να εξοφλήσει, θα έπρεπε να μας εξηγήσουν, μέσω ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους και σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα. Μέχρι να μπορέσουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τεκμηριώσουν αντικειμενικά τις αποφάσεις τους, απαιτώντας πράγματα που είναι δυνατόν να επιτευχθούν, δεν μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας». Κανένας δεν τον άκουσε δυστυχώς, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει το κραχ του 1929 και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.
Κατ’ επέκταση, αν και όχι κατ’ αναλογία, η ερώτηση που οφείλουμε να θέσουμε σε σχέση με τη χώρα μας και στην οποία θα πρέπει να απαντήσει η Ευρώπη, εάν δεν θέλουμε να αναλωνόμαστε συνεχώς στην περιγραφή προβλημάτων ή θεωρητικών λύσεων, αλλά στις δυνατότητες πρακτικής επίλυσης τους, είναι κατά κάποιον τρόπο αυτή που έκανε τότε ο Keynes:
Μέσω της πώλησης ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα μπορέσουμε να μειώσουμε το χρέος και τα ελλείμματα μας, καθώς επίσης σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα; Εμείς θέλουμε να δουλέψουμε παραγωγικά, δεν είμαστε «οκνηροί», δεν μας αρέσει να χρωστάμε, δεν επιθυμούμε να είμαστε υπόλογοι σε κανέναν και προφανώς δεν θέλουμε να πουλήσουμε τη δημόσια περιουσία μας. Πώς να το κάνουμε όμως πρακτικά, όταν μας έχουν αφαιρεθεί όλα τα εργαλεία χειρισμού της οικονομίας μας από την ΕΚΤ, ενώ ταυτόχρονα αποκλειόμαστε από όλες τις αγορές του εξωτερικού, σιγά-σιγά και από αυτές της ίδιας μας της χώρας;
Εάν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν μας εξασφαλίζουν τις αγορές τους για τα προϊόντα μας αυξάνοντας το ΑΕΠ μας (οπότε θα μπορούσε να μειωθεί αναλογικά το χρέος μας), μας αποκλείουν σταδιακά από τη δική μας (Lidl, Aldi, Makro, Media Markt, Vinci, Hochtief, Carrefour, Unilever, αεροδρόμια, λιμάνια, τηλεπικοινωνίες κλπ), δεν στέλνουν τους πολίτες τους να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα, δεν χρησιμοποιούν τη ναυτιλία μας για τις μεταφορές τους, δεν κάνουν ευρύτερα χρήση του τομέα των υπηρεσιών μας (75% του ΑΕΠ), δεν επενδύουν εδώ σε παραγωγικές μονάδες για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα μας (αλλά μόνο εκμεταλλεύονται τις ανόητες καταναλωτικές μας επιδόσεις), δεν προστατεύουν ενεργά (με δικό τους πολεμικό εξοπλισμό) τα σύνορα μας, δεν μας προσφέρουν χαμηλά επιτόκια και δεν ενδιαφέρονται για την επίλυση των προβλημάτων μας, για τι ακριβώς τους χρειαζόμαστε;
Ακόμη και σαν αποικία ή δορυφόρος τους, ειδικά σε μία περίοδο παγκόσμιας ύφεσης (άρθρο μας: Ύφεση L; Η μορφή της κρίσης, τα αποτελέσματα της, οι πραγματικές αιτίες, η αναδιανομή εισοδημάτων, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η αναγκαιότητα μίας μερικής αποπαγκοσμιοποίησης 16/5/2009), δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να εξασφαλίζουν την επιβίωση και τη μη χρεοκοπία μας, αφού στην κυριολεξία μας απαγορεύουν να δραστηριοποιηθούμε μόνοι μας;
Εγκαταστάθηκαν εδώ, δημιούργησαν ολιγαρχίες, διέφθειραν συνειδήσεις (Siemens κλπ), έφτιαξαν δρόμους για την «εισβολή» των επιχειρήσεων τους, απομυζούν τη φορολογική βάση μας (φοροαποφυγή), εξάγουν τα προϊόντα τους εξασφαλίζοντας τις δικές τους θέσεις εργασίας, τοκίζουν με μεγάλα κέρδη τα χρήματα τους, κερδοσκοπούν στο χρηματιστήριο μας, επιβάλλουν τις πολιτικές τους και ταυτόχρονα μας κατακρίνουν διασύροντας μας, για να εισπράξουν ακόμη περισσότερα εις βάρος μας. Ποιος αλήθεια χρειάζεται ποιόν και ποιος τελικά εκμεταλλεύεται ποιόν;”
Επανερχόμενοι στο παρόν διαπιστώνουμε ότι, αυτό που απαιτείται σήμερα δεν είναι ο νέος δανεισμός της Ελλάδας, ο οποίος θα κατευθυνόταν ξανά στην κατανάλωση (στα «συμμαχικά» ταμεία), «υποθηκεύοντας» ακόμη περισσότερο το μέλλον των επομένων γενεών. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η χρηστή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών μας, καθώς επίσης το άνοιγμα των αγορών των πλεονασματικών χωρών της Ευρώπης, οι οποίες θα πρέπει βέβαια να αυξήσουν την εσωτερική τους κατανάλωση – μειώνοντας τη φορολογία των πολιτών τους και αυξάνοντας τις αμοιβές τους, οι οποίες περιορίσθηκαν κατά -14% από την έναρξη της Ευρωζώνης.
Ήδη το ΔΝΤ «καλεί» τόσο τη Γερμανία, όσο και την Κίνα, να στηρίξουν την ανάπτυξη στην εσωτερική τους αγορά – να πάψουν να αναπτύσσονται δηλαδή εις βάρος όλων των υπολοίπων χωρών του πλανήτη, καταπιέζοντας τους υπερβολικά πειθαρχικούς, δικούς τους λαούς και δημιουργώντας τεράστιες ανισορροπίες στο σύστημα. Εκτός αυτού, με βάση μία πρόσφατη μελέτη ενός εξαιρετικού Γερμανού δημοσιογράφου, οι αμοιβές των εργαζομένων σε πολλές γερμανικές αλυσίδες λιανικής είναι χαμηλότερες ακόμη και από τις αντίστοιχες στην Τουρκία.
Αντί να αναζητούμε λοιπόν πιστώσεις από τη Γερμανία ή από τη Γαλλία, θα ήταν κατά πολύ προτιμότερο να απαιτήσουμε τη «συμμόρφωση» τους με το πνεύμα μίας πραγματικής Ένωσης. Επί πλέον, να «αιτηθούμε» τη διεξαγωγή ειδικών προωθητικών ενεργειών για τα Ελληνικά τρόφιμα και ποτά από τις αλυσίδες λιανικής των χωρών τους, διαφημιστικές καμπάνιες για τον Ελληνικό τουρισμό, με προαγορά ξενοδοχειακών πακέτων διακοπών, εισαγωγές των βιομηχανικών προϊόντων μας, καθώς επίσης οτιδήποτε άλλο θα δημιουργούσε συνθήκες επαναβιομηχανοποίησης, καλυτέρευσης της ανταγωνιστικότητας και αύξησης των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά, εμείς θα πρέπει να καταναλώνουμε κυρίως Ελληνικά προϊόντα (το «δικαιούμαστε», τουλάχιστον έως ότου εξυγιανθούμε), βοηθώντας έτσι στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, καθώς επίσης στην ανάπτυξη των ήδη υφισταμένων. Η υγιής εσωτερική ζήτηση, σε συνδυασμό με την αύξηση των εξαγωγών μας, είναι άλλωστε η μοναδική δυνατότητα εξισορρόπησης της έντονης μείωσης του ΑΕΠ μας - η οποία θα προκληθεί «νομοτελειακά», από την υπερβολική αύξηση της φορολογίας, καθώς επίσης από τα υπόλοιπα «ΔΝΤ-μέτρα» (μείωση μισθών κλπ) που επιβλήθηκαν στη χώρα μας.
Στην αντίθετη περίπτωση, όσα δάνεια και αν πάρουμε, έστω με χαμηλά επιτόκια, είναι αδύνατον να αποφύγουμε τη χρεοκοπία και τη μετέπειτα «μετατροπή» μας σε προτεκτοράτο (άρθρο μας: Σύγχρονες αποικίες μέσω οικονομικών κατακτήσεων: Ο αφανής εθνικός κίνδυνος από την υπερχρέωση του ιδιωτικού & δημόσιου τομέα της χώρας μας 8/3/2009).
Συνεχίζοντας, ο κίνδυνος με τον οποίο βρισκόμαστε αντιμέτωποι, συνδυάζει ότι πιο καταστροφικό μπορεί να συμβεί σε μία χώρα – τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, με την ταυτόχρονη αύξηση των τιμών. Εκτός αυτού, οι λύσεις «τύπου» ΔΝΤ που ατυχώς «προβάλλονται», όχι μόνο δεν θα επέλυαν το πρόβλημα, αλλά θα το επιδείνωναν τα μέγιστα (άρθρο μας: ΟΙ ΣΥΝΔΙΚΟΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ: Το κυριαρχικό δόγμα του αμερικανικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ΔΝΤ, οι κρυφές «παγίδες» του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου και οι κίνδυνοι για την Ελλάδα 14/3/2010).
Αρκεί να δει κανείς τα καταστροφικά αποτελέσματα στις χώρες που ζήτησαν πρόσφατα τη «συνδρομή» του ΔΝΤ (Ισλανδία, Ουκρανία, Ουγγαρία, Λετονία, Ρουμανία, Τουρκία κλπ), για να καταλάβει πως τίποτα δεν έχει αλλάξει στη λειτουργία του – παρά το ότι πολλοί ισχυρίζονται ότι ο κ. Strauss-Kahn διαφοροποίησε προς το καλύτερο την πολιτική του.
Ολοκληρώνοντας, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τις ενέργειες της κυβέρνησης, όταν ανακοινώνει συνεχώς πως δεν ζητάει καμία βοήθεια εκ μέρους της ΕΕ. Προφανώς και χρειαζόμαστε τη βοήθεια της Ένωσης, για να ξεφύγουμε από την «στενωπό» που έχει περιέλθει η Οικονομία μας – σε καμία περίπτωση όμως την χρηματική ενίσχυση της Ελλάδας, η οποία απλά θα διαιώνιζε τα προβλήματα της (διαρθρωτικά, διαφθορά κλπ), χρεώνοντας την ακόμη περισσότερο.
Αυτά που έχουμε απόλυτη ανάγκη είναι, μεταξύ άλλων, το άνοιγμα των αγορών των ευρωπαϊκών «εταίρων» για τα Ελληνικά προϊόντα, τη διενέργεια παραγωγικών επενδύσεων εκ μέρους τους στην Ελλάδα, την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για την οργάνωση-εξυγίανση του δημοσίου τομέα μας, καθώς επίσης τη συμμετοχή τους στην ομαλοποίηση των σχέσεων μας με την Τουρκία – αν όχι, τότε στα εξοπλιστικά προγράμματα μας, τα οποία απορροφούν διαχρονικά το 4% του ΑΕΠ μας (στη Γερμανία μόλις το 1,3% του ΑΕΠ).
Βέβαια, η Ελλάδα πληρώνει πολλά δισεκατομμύρια για την αγορά όπλων από τη Γερμανία – επίσης η Τουρκία. Σύμφωνα δε με την πρόσφατη αναφορά του Ερευνητικού Ινστιτούτου Ειρήνης της Στοκχόλμης, η Γερμανία αναρριχήθηκε στην 3η θέση παγκοσμίως, μεταξύ των χωρών εξαγωγής όπλων, διπλασιάζοντας τις πωλήσεις της - κυριότεροι πελάτες της: η Ελλάδα και η Τουρκία. Είναι φυσιολογικό λοιπόν το ότι, αφενός μεν η Γερμανία δεν έχει καμία διάθεση να διευκολύνει την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ, αφετέρου δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση την ομαλοποίηση των σχέσεων των δύο χωρών, αφού κάτι τέτοιο θα μείωνε τις πωλήσεις όπλων εκ μέρους της σε αμφότερες.
Η υπόλοιπη Ευρώπη όμως έχει εντελώς διαφορετικά συμφέροντα από αυτά της Γερμανίας και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να δείξει αδιαφορία για την Ελλάδα, απλά και μόνο επειδή τοποθετήθηκε πρώτη «στο στόχαστρο» (άρθρο μας: ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΝΑ: Η Ελλάδα στο επίκεντρο της αμερικανό-ευρωπαϊκής διαμάχης, τα σφάλματα μας, οι «αλλότριες» ευθύνες και ο υπερπληθωρισμός ομολόγων, ο οποίος φαίνεται να εξελίσσεται σε μία καταστροφική πανδημία 23/1/2010). Αργά η γρήγορα θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες χώρες (όχι μόνο οι μεσογειακές) οι οποίες, κατά την άποψη μας, είναι αδύνατον να αντιμετωπίσουν «αυτοτελώς», τόσο το «αδρανές» κερδοσκοπικό κεφάλαιο, όσο και την σημερινή, «πρωσική» Γερμανία.
Κλείνουμε με το μέρος ενός κειμένου του αυστριακού οικονομολόγου κ. Joseph Schumpeter, το οποίο μάλλον επεξηγεί επαρκώς τις προσπάθειες διασυρμού της χώρας μας διεθνώς, από κάποια «στρατευμένα» ΜΜΕ: «Υπάρχει βεβαίως μία μέθοδος για να απαλλαγούμε από τις οφθαλμοφανείς αλλά δυσάρεστες αλήθειες: Η μέθοδος να διασύρουμε. Ο διασυρμός αυτός αντικαθιστά την αντίκρουση, καθώς το μέσο ακροατήριο αγνοεί κατά κανόνα πλήρως το γεγονός ότι, ένας διασυρμός αυτού του είδους καλύπτει συχνά την αδυναμία διάψευσης – ένα υπέροχο παράδειγμα από την ψυχολογία της μάζας».
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 18. Μαρτίου 2010
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου (χρηματοοικονομικά, στρατηγικός σχεδιασμός).
ΓΕΡΜΑΝΙΑ: H ΑΤΜΟΜΗΧΑΝΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Ο υπόλοιπος κόσμος θεωρεί την ευρωπαϊκή οικονομία άκαμπτη και αρτηριοσκληρωτική, τους Ευρωπαίους εργαζόμενους φοβικούς με τη δουλειά και εξαρτημένους από το κράτος πρόνοιας και τη βιομηχανική βάση της ευρωπαϊκής ηπείρου απαρχαιωμένη και σε καθίζηση – και βέβαια πως όλα αυτά συνεπάγονται την καταδίκη του Παλαιού Κόσμου σε ένα σκοτεινό μέλλον. Όπως συμβαίνει όμως με τα περισσότερα κλισέ, υπάρχει μόνο βαθμός αλήθειας σε όλα αυτά. Τα επιτεύγματα της Γερμανίας, που αποτελεί τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, υποδεικνύουν κάτι διαφορετικό.Πριν 10 χρόνια η Γερμανία ήταν ο ασθενής της Ευρώπης. Υπέφερε από χαμηλή ανάπτυξη και υψηλή ανεργία και οι μεγάλες βιομηχανίες την εγκατέλειπαν αναζητώντας χαμηλότερο εργατικό κόστος αλλού. Σήμερα όμως, και παρά την ύφεση, η ανεργία στη Γερμανία είναι χαμηλότερη από ό,τι πριν 5 χρόνια. Και μπορεί μεν η Γερμανία να έχει παραχωρήσει τη θέση της ως ο μεγαλύτερος εξαγωγέας του κόσμου στην Κίνα, όμως η εξαγωγική της μηχανή παραμένει ακτύπητη. Το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας φέτος, σαν αναλογία του ΑΕΠ, θα είναι μεγαλύτερο από της Κίνας.
Η γερμανική περίπτωση διαψεύδει λοιπόν τον κοινό τόπο περί Ευρώπης ως μιας αποστεωμένης ηπείρου ανίκανης να πραγματοποιήσει αλλαγές. Σε ό,τι αφορά όμως τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης όντως απαιτούνται πολλές αλλαγές για την ενίσχυση των οικονομιών τους. Αλλά υπάρχει θέμα, καθώς η οικονομική επιτυχία της Γερμανίας προκαλεί παραδόξως προβλήματα στους γείτονές της – προβλήματα που και οι γείτονες και η ίδια η Γερμανία πρέπει κάπως να αντιμετωπίσουν.
Το παλιό και το νέο
H εκπληκτική ευελιξία της Γερμανίας μπορεί να θεωρηθεί ως απόρροια των παλαιών της αρετών που συνδυάστηκαν με νέες. Το παλαιό σύστημα μάνατζμεντ στη βάση της συναίνεσης βοήθησε τους εργοδότες να έχουν τα συνδικάτα στο πλευρό τους στην προσπάθειά τους να μειώσουν το κόστος παραγωγής. Η διάσημη Mittelstand, η ένωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, εκ των οποίων πολλές είναι οικογενειακές, προχώρησε στην αναδιάρθρωση βήμα βήμα, αποφασίζοντας τι θα παράγει στη Γερμανία, τι θα στείλει στο εξωτερικό και τι θα κάνει outsourcing.
Παράλληλα η κεντρική οικονομική πολιτική κινήθηκε προς καινούργιες, φιλελεύθερες κατευθύνσεις. Στο διάστημα 2003-2004 η κυβέρνηση του καγκελαρίου Σρέντερ εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και το κράτος πρόνοιας. Χάρη σε αυτές τις μταρρυθμίσεις και τις ανταγωνιστικές πιέσεις του ενιαίου νομίσματος, η γερμανική βιομηχανία περιέστειλε αποφασιστικά τις πραγματικές αμοιβές. Το εργατικό κόστος ανά μονάδα παραγωγής μειώνονταν σε ετήσια βάση κατά 1,4% το διάστημα 2000 - 2008 στη Γερμανία, έναντι πτώσης 0,7% στην Αμερική και ανόδου 0,8% και 0,9% στην Γαλλία και τη Βρετανία αντίστοιχα. Και μολονότι η ύφεση έπληξε σκληρά πέρσι τη Γερμανία, σήμερα η οικονομία της είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ό,τι ήταν προ 10ετίας – κάτι που πρέπει να σημειώσει η Γαλλία όπου ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί παλεύει ενάντια στο ouscourcing και η νότια Ευρώπη που παραμένει στραμμένη στο παρελθόν προκειμένου να διατηρήσει ακέραιους τους υπεργενναιόδωρους μισθούς και τους περιορισμούς στην αγορά εργασίας.
Η Γερμανία είναι περήφανη για τον έλεγχο του κόστους και την αύξηση των εξαγωγών που έχει επιτύχει, και σίγουρα έχει δίκιο. Αλλά πρέπει επίσης να αναγνωρίσει ότι η δική της επιτυχία κερδίζεται εν μέρει σε βάρος των Ευρωπαίων γειτόνων της. Οι Γερμανοί αρέσκονται να πιστεύουν ότι έκαναν μεγάλη θυσία εγκαταλείποντας το αγαπημένο τους μάρκο πριν 10 χρόνια, αλλά στην πραγματικότητα είναι εκείνοι που επωφελήθηκαν από την εισαγωγή του ευρώ περισσότερο από κάθε άλλον. Περίπου το ήμισυ των γερμανικών εξαγωγών πηγαίνει στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης οι οποίες δεν μπορούν πια να καταφύγουν στη λύση της νομισματικής υποτίμησης προκειμένου να αντισταθμίσουν τη γερμανική ανταγωνιστικότητα.
Κι ενώ οι Αγγλοσάξονες σκορπούν χρήματα δεξιά και αριστερά, οι Γερμανοί συνεχίζουν να αποταμιεύουν. Πολύ χαμηλά κινούνται και οι εσωτερικές επενδύσεις. Το αποτέλεσμα της αύξησης των γερμανικών εξαγωγών, σε συνδυασμό με την απροθυμία για δαπάνες και επενδύσεις, οδηγεί στο μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα. Τα γερμανικά αποταμιευτικά πλεονάσματα διοχετεύονται στο εξωτερικό – συχνά στα τιτλοποιημένα δάνεια υψηλού κινδύνου της Αμερικής και σε κρατικά ομόλογα χωρών όπως η Ελλάδα. Θα ήταν παράλογο να υποστηρίξουμε ότι ευθύνεται η συνετή Γερμανία για την σπατάλη της Ελλάδας ή για τη φούσκα της αγοράς ακινήτων της Ισπανίας. Είναι όμως αλήθεια ότι μέσα σε μια ζώνη του ενιαίου νομίσματος, οι συνήθεις πλεονασματικές χώρες τείνουν να 'ταιριάζουν' με τις συνήθεις ελλειμματικές.
Δώστε στις δαπάνες μια ευκαιρία
Οι ανισορροπίες δεν θα είναι βιώσιμες για πάντα, είτε αφορούν ελλείμματα είτε πλεονάσματα. Όμως οι πλεονασματικές χώρες τείνουν να βλέπουν τους εαυτούς τους ως ενάρετους και τις ελλειμματικές χώρες ως παραδόπιστες - και η συναπαγωγή της θέσης αυτής σημαίνει ότι το βάρος της προσαρμογής πρέπει να επιρριφθεί στους δανειολήπτες. Σε αυτή τη γραμμή κινείται η απάντηση της Γερμανίας στα προβλήματα της Ελλάδας, της Ισπανίας και των άλλων 'αδύναμων κρίκων' της Ευρωζώνης. Το ενδεχόμενο εγχείρημα διάσωσης της Ελλάδας, που κάποτε αποτελούσε ταμπού, τώρα τουλάχιστον συζητάται – και οι Γερμανοί υπουργοί έφτασαν κιόλας να ταχθούν υπέρ της ίδρυσης ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου. Αλλά η ιδέα ότι κι η Γερμανία θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα περιορίζοντας τα αποταμιευτικά της πλεονάσματα κι αυξάνοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις, μοιάζει ακόμα απαράδεκτη στην κυβέρνηση Μέρκελ.
Είναι βεβαίως αλήθεια πως κι οι γείτονες της Γερμανίας έχουν πολλά να κάνουν. Η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία πρέπει να ακολουθήσουν το γερμανικό παράδειγμα απελευθερώνοντας τις αγορές απασχόλησης. Η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα πρέπει να περιστείλουν τα δημόσια οικονομικά τους. Αλλά και η Γερμανία πρέπει να προχωρήσει σε φιλελευθεροποίηση: οι κανονισμοί της είναι πολύ περιοριστικοί, η προστασία των θέσεων εργασίας πολύ άκαμπτη, το σύστημα υγείας, το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και η εκπαίδευση πρέπει να περάσουν από μεγάλες αλλαγές, και ο κλάδος υπηρεσιών της δεν είναι επαρκώς αναπτυγμένος. Δεν χρειάζεται να είσαι ζηλωτής της ελεύθερης αγοράς για να δεις πως είναι πολύ δύσκολο να ανοίξεις μια νέα επιχείρηση στη Γερμανία ή πως η υψηλή φορολογία για τη διατήρηση του κοινωνικού κράτους περιορίζει τις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας των υπηρεσιών. Και ούτε όλες οι αλλαγές που πρέπει να κάνει η Γερμανία αφορούν την περιστολή του κράτους. Πολύ λίγες Γερμανίδες εργάζονται με πλήρη απασχόληση, εν μέρει επειδή απουσιάζουν οι μονάδες φροντίδας των παιδιών. Έτσι όμως οι δημογραφικές προοπτικές της χώρας καθίστανται αρνητικές.
Ένα όντως γενναίο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη Γερμανία θα σήμαινε στήριξη της κατανάλωσης και των επενδύσεων – και κατά συνέπεια θα αύξανε την ανάπτυξη του γερμανικού ΑΕΠ που παραμένει ανησυχητικά χαμηλά. Η Γερμανία θα μπορούσε επίσης να αντέξει σημαντικές φορολογικές περικοπές που θα έδιναν ώθηση στην οικονομία της δίχως να θέτουν σε κίνδυνο τα δημόσια οικονομικά της. Αν η Γερμανία σήκωνε το κεφάλι της, θα έβλεπε πως αυτό είναι και το δικό της ευρύτερο συμφέρον, γιατί είναι καλό για τους Γερμανούς καταναλωτές και γιατί βοηθά την Ευρωζώνη σαν σύνολο στην οποία ανήκει. Το ενιαίο νόμισμα της Ευρώπης, όπως και η ίδια η Ε.Ε. οφείλουν πολλά σε προγενέστερες γερμανικές πολιτικές ηγεσίες. Τώρα όμως που αυτές εξέλειψαν, το νόμισμα και η Ευρωζώνη δοκιμάζονται – και η Γερμανία θα είναι ανάμεσα στους χαμένους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου